1 κατακνιζω
(τοὺς λόγους τινός Isocr.)
(τὰ τοῦ Ὁμήρου Luc.)
κατακέκνισμαι Arph. — я истерзан(а) (страстью)
Древнегреческо-русский словарь > κατακνιζω